- φροντιστῇ
- φροντιστήςdeep thinkermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φροντιστήριο — Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια… … Dictionary of Greek
φροντιστεία — ἡ, Α [φροντιστής] πιθ. η υπηρεσία τού φροντιστή … Dictionary of Greek
Δουζίνας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Πόρο. 1. Αλέξανδρος. Λογοθέτης και Φιλικός. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης πολέμησε επικεφαλής σώματος στην Κόρινθο, στην Ακράτα, στη Λιβαδειά, στο Νεόκαστρο κ.α. Προσέφερε, επίσης, πολλά χρήματα για … Dictionary of Greek
Ντιντ, Αντρέ — (Andre Deed, Χάβρη 1884 – Παρίσι 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Αντρέ ντε Σαπέ (Andre de Chapais). Υπήρξε ο πρώτος κωμικός του κινηματογράφου που βγήκε από την ανωνυμία. Από το 1906 άρχισε να… … Dictionary of Greek
φροντιστήριο — το 1. σπουδαστήριο, εκπαιδευτήριο, σχολή: Φλαγγινιανό φροντιστήριο (όνομα ελληνικού εκπαιδευτηρίου στη Βενετία σε παλιότερα χρόνια). 2. προπαρασκευαστική σχολή για μαθητές ή φοιτητές: Είναι ανεξεταστέα στα μαθηματικά και πάει σε φροντιστήριο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)